ἀντιστοιχέω

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστοιχέω Medium diacritics: ἀντιστοιχέω Low diacritics: αντιστοιχέω Capitals: ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΩ
Transliteration A: antistoichéō Transliteration B: antistoicheō Transliteration C: antistoicheo Beta Code: a)ntistoixe/w

English (LSJ)

A stand opposite in rows or pairs, χοροὶ ἀντιστοιχοῦντες ἀλλήλοις X.An.5.4.12; ἀ. τινί stand vis-a-vis to a partner in a dance, Id.Smp.2.20.
II of letters, correspond, ἀ. τὰ δασέα τοῖς ψιλοῖς EM443.17.

Spanish (DGE)

1 colocarse unos enfrente de otros en filas χοροὶ ἀντιστοιχοῦντες ἀλλήλοις X.An.5.4.12, cf. Hippol.Haer.6.18 (p.144.16)
de dos bailarines estar enfrente, formar pareja σοι X.Smp.2.20.
2 de fonemas o letras estar en correlación, oponerse ἀντιστοιχεῖ γὰρ τὰ δασέα τοῖς ψιλοῖς EM 443.17G., cf. Clem.Al.Prot.2.13.
3 fig. enfrentarse de palabra Ἀχιλλεῖ D.H.Rh.9.7.

French (Bailly abrégé)

ἀντιστοιχῶ :
se placer sur une ligne parallèle ou correspondante.
Étymologie: αντίστοιχος.

German (Pape)

in geordneter Reihe einander gegenüberstehen, ὥσπερ οἱ χοροί, wie die Tanzreihen, Xen. An. 5.4.12; vgl. Conv. 2.20; überhaupt entgegengesetzt sein, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιστοιχέω: быть выстроенным против или параллельно (τινι Xen.): ἀντιστοιχοῦντες ἀλλήλοις Xen. построившись в ряды друг против друга.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστοιχέω: ἐπὶ χοροῦ, ἀντιστοιχεῖν = ἵστασθαι ἀπέναντι ἐν στοίχοις ἢ κατὰ ζεύγη, ὥσπερ χοροὶ ἀντιστοιχοῦντες ἀλλήλοις Ξεν. Ἀν. 5. 4, 12· συνορχοῦμαί τινι ὦ Σώκρατες, ἐμὲ μὲν παρακάλει, ὅταν μέλλῃς μανθάνειν ὀρχείσθαι, ἵνα σοι ἀντιστοιχῶ τε καὶ συμμανθάνω ὁ αὐτ. Συμπ. 2.20. ΙΙ. ἐπὶ γραμμάτων, ἴδε σύστοιχος.

Greek Monotonic

ἀντιστοιχέω: μέλ. -ήσω, στέκομαι αντίθετα σε ζεύγη ή στοίχους, ἀλλήλοις, σε Ξεν.· στέκομαι αντικρυστά σε χορό, στον ίδ.

Middle Liddell

[from ἀντίστοιχος
to stand opposite in rows or pairs, ἀλλήλοις Xen.: to stand vis-a-vis in a dance, Xen.