ἀποδιαιτάω

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδιαιτάω Medium diacritics: ἀποδιαιτάω Low diacritics: αποδιαιτάω Capitals: ΑΠΟΔΙΑΙΤΑΩ
Transliteration A: apodiaitáō Transliteration B: apodiaitaō Transliteration C: apodiaitao Beta Code: a)podiaita/w

English (LSJ)

pronounce in one's favour in an arbitration, opp. καταδιαιτάω (q.v.), ὅπως τὴν δίαιταν αὐτῷ ἀποδιαιτήσομεν Test. ap. D.21.93:—Pass., ib.96: hence ἀ. τινός (sc. τὴν δίκην) decide for one, Id.40.17; τὰ ἀποδιαιτηθέντα μου λύσας ib.43.

Spanish (DGE)

pronunciarse a favor de alguien en un arbitraje c. gen. εἰ οἱ διαιτηταὶ αὐτῶν ἀπεδιῄτησαν si los arbitros hubieran sentenciado a su favor Is.12.12, ἀπεδιῄτησέν μου ὁ διαιτητής D.40.17, τὰ ἀποδιαιτηθέντα μου λύσας anulando el arbitraje pronunciado en mi favor D.40.43
c. ac. int. ὅπως τὴν δίαιταν αὐτῷ ἀποδιαιτήσομεν D.21.93, cf. 96.

French (Bailly abrégé)

ἀποδιαιτῶ :
écarter une sentence d'arbitre ; ἀπ. τινος (s.e. δίκην) décharger qqn d'une accusation prononcée par sentence arbitrale.
Étymologie: ἀπό, διαιτάω.

German (Pape)

als Schiedsrichter lossprechen, Isae. frg. 1.12; τινός, ἀπεδιῄτησε Dem. 40.17; τινὸς τᾷν δίαιταν 49.19; τινὶ τὴν δίαιταν 21.93; pass., δίκην ἀποδεδιῃτημένην 21.85.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδιαιτάω: (о третейском судье) давать благоприятное заключение, выносить оправдательный приговор, оправдывать по суду (τινος и τινι τὴν δίαιταν Dem.): δίκη ἀποδεδιῃτημένη Dem. оправдательный приговор.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιαιτάω: (ἴδε διαιτάω), ἀποφαίνομαι ὡς διαιτητής ὑπέρ τινος, ἀπολύω, ἀθῳώνω αὐτόν, ἀντίθετον τῷ καταδιαιτάω (ὅ ἴδε)· ὅπως τὴν δίαιταν αὐτῷ ἀποδιαιτήσομεν Δημ. 544. 24, πρβλ. 545. 26· ἐντεῦθεν ἀπ’ τινὸς (ἐνν. τὴν δίκην), ἀποφασίζω περί τινος, ὁ αὐτ. 1013. 14· τὰ ἀποδιαιτηθέντα μου λύσας 1021. 12. - Πρβλ. ἀπολογέομαι ἐν τέλ.

Greek Monotonic

ἀποδιαιτάω: μέλ. -ήσω, αποφασίζω υπέρ του ενός σε περίπτωση διαιτησίας, τον αθωώνω, αντίθ. προς το καταδιαιτάω, (αποφασίζω εναντίον του, εκδίδω καταδικαστική απόφαση), σε Δημ.

Middle Liddell

to decide for one in an arbitration, opp. to καταδιαιτάω (to decide against), Dem.