ἀψόρροος
English (LSJ)
ἀψόρροον, contr. ἀψόρρους, ἀψόρρουν, (ἄψ, ῥέω) back-flowing, refluent, Homeric epithet of Ocean, regarded as a stream encircling the earth and flowing back into itself, Il.18.399, Od.20.65.
Spanish (DGE)
-ον
que refluye, refluyente θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο Il.18.399, cf. Od.20.65, Hes.Th.776, Hp. en Erot.22.4, a causa de las mareas, Posidon.216; cf. ἀψίρροος.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui reflue sur soi-même (l'Océan).
Étymologie: ἄψ, ῥέω.
English (Autenrieth)
(ὄρνυμι): returning, back again, back; with verbs of motion, ἄψορροι ἐκίομεν, Il. 21.456; mostly neut. sing. as adv., ἄψορρον βῆναι, καταβῆναι, προσέφην, Od. 9.501.
(ῥέω): back-flowing; of the stream of Oceanus that returns into itself, Il. 18.399†.
Greek Monotonic
ἀψόρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ουν (ἄψ, ῥέω), αυτός που ρέει προς τα πίσω, αυτός που ρέει πάλι προς τα πίσω, λέγεται για τον Ωκεανό, που θεωρείται ως ποτάμι που κυκλώνει τη γη και ρέει προς τα πίσω στις εκβολές του, σε Όμηρ.
German (Pape)
(ἄψ - ῥέω), ὠκεανός, der in sich selbst zurückfließende, da er im Kreise die ganze Erdscheibe umgibt, Od. 20.65, Il. 18.399.
Russian (Dvoretsky)
ἀψόρροος: стяж. ἀψόρρους 2 текущий вспять, т. е. обтекающий кругом (эпитет Океана) Hom.
Middle Liddell
[ἄψ, ῥέω]
backflowing, refluent, of Ocean, regarded as a stream encircling the earth and flowing back into itself, Hom.