ἄψορρος

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψορρος Medium diacritics: ἄψορρος Low diacritics: άψορρος Capitals: ΑΨΟΡΡΟΣ
Transliteration A: ápsorros Transliteration B: apsorros Transliteration C: apsorros Beta Code: a)/yorros

English (LSJ)

ἄψορρον, going back, backwards, ἄψορροι κίομεν Il.21.456; ἄψορροι προτὶ Ἴλιον ἀπονέοντο 3.313; ἐκ δόμων ἄ... περᾷ S.Ant.386, cf. OT431: mostly in neut. ἄψορρον as adverb, backward, back again, ἄψορρον.. ἔβη Il.7.413; ἄ. οἱ θυμὸς ἀγέρθη 4.152; ἄ. προσέφην Od.9.282; ἄψορρον ἥξεις A.Pr.1021, cf. S.El.53; ὦ παῖδες, οὐκ ἄψορρον (sc. ἄπιτε); ib.1430; οὐκ ἄ. ἐκνεμῇ πόδα; Id.Aj.369 (lyr.). (For ἄψ-ορσος, cf. παλίν-ορσος.)

Spanish (DGE)

-ον
I que vuelve sobre sus pasos c. verb. de mov. ἄψορροι κίομεν Il.21.456, ἄψορροι προτὶ Ἴλιον ἀπονέοντο Il.3.313, 24.330, οὐδ' ἄγγελον ἀπονέεσθαι ἄ. προτὶ ἄστυ Il.12.74, ἐκ δόμων ἄ. ... περᾷ S.Ant.386, οὐ πάλιν ἄ. οἴκων τῶνδ' ἀποστραφεὶς ἄπει; S.OT 431, cf. Orph.A.860, ἄψορροι στέλλεσθαι A.R.2.338, ἄψορρον ὤτρυνας τρόχιν Lyc.1471, ἄ. ἀπέπτατο Orph.A.1238.
II neutr. sg. adv. ἄψορρον
1 c. verb. de mov. volviendo sobre sus pasos ἄ. ... ἔβη Il.7.413, Κίρκης ... οὐκ ἐνόησα ἄ. καταβῆναι ἰὼν εἰς κλίμακα Od.11.63, cf. 10.558, Il.16.376, ἄ. δεῦρ' αὖτις ἠλύθομεν Hes.Th.659, ἄ. ἥξεις εἰς φάος A.Pr.1021, cf. S.El.53, ὅπως ἄ. ἀντῴη πατρί para volver atrás al encuentro de su padre S.Tr.902, οὐκ ἄ. ἐκνεμῇ πόδα; ¿no vas a irte? S.Ai.369, ὦ παῖδες οὐκ ἄ.; niños, ¿no volvéis? S.El.1430, ἢ ὀπίσσω δή ποτε νοστήσας ἐθέλῃς ἄ. ἱκέσθαι A.R.1.892, cf. 4.686.
2 de nuevo, a su vez ἄ. οἱ θυμὸς ... ἀγέρθη recobró ánimos, Il.4.152, ἄ. προσέφην respondí a mi vez, Od.9.282.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'élance en arrière, qui revient sur ses pas.
Étymologie: ἄψ, ὄρνυμι.

German (Pape)

verkürzt ἀψόρροος; überhaupt zurückgehend, ἄψορροι κίομεν Il. 21.456, ἄψορροι ἀπονέοντο 24.330;
ἄψορρον, Adverbial., zurück, rückwärts, wiederum, Il. 4.152, Od. 9.282; Soph.
Die Ableitungen von ὄρνυμι und ἔρρω sind unwahrscheinlich.

Russian (Dvoretsky)

ἄψορρος: идущий назад: ἄψορροι κίομεν Hom. мы вернулись обратно; οὐκ ἄ. ἄπει; Soph. не уберешься ты?, т. е. уходи же прочь!

Greek (Liddell-Scott)

ἄψορρος: -ον, πρὸς τὰ ὀπίσω, ἄψορροι ἐκίομεν Ἰλ. Φ. 456· ἄψορροι προτὶ Ἴλιον ἀπονέοντο Γ. 313· ἐκ δόμων ἄψορρος… περᾷ Σοφ. Ἀντ. 386, πρβλ. Ο. Τ. 431: - ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατ’ οὐδ. ἄψορρον, ὡς ἐπίρρ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἄψ, πρὸς τὰ ὀπίσω, πάλιν ὀπίσω, ἄψορρον… ἔβη Ἰλ. Η. 413, πρβλ. Δ. 152, κτλ.· ἄψορρον ἥξεις Αἰσχύλ. Πρ. 1021, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 53· ὦ παῖδες, οὐκ ἄψορρον (ἐνν. ἄπιτε) αὐτόθι 1430· ἐν Αἴ. 369, δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ἢ ὡς ἐπίθ. ἢ ὡς ἐπίρρ.
(Ἴσως συντετμημένος τύπος τοῦ προηγ., ὡς χείμαρρος ἀντὶ χειμάρρους· ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς σύνθετον ἐκ τοῦ ἄψ καὶ ὄρω, ὄρνυμι, ὡς τὸ παλίνορσος.

Greek Monotonic

ἄψορρος: -ον, ποιητ. τύπος του προηγ., αυτός που πηγαίνει πίσω, προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: going backwards (Il.).
Other forms: -ον Adv.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Probably "witt the ὄρρος backwards", cf. παλίν-ορσος; see Wackernagel Unt. 1 A. 2 (ρρ for ρσ in ἄψορρος though dissimilation) and 226 A. 1. But Bechtel Lex. s. v. assumes that ἄψορρος stands for ἀψόροος. - The form ἀψόρροος in ἀψορρόου Ώκεανοῖο (Σ 399, υ 65) either from ἄψ and ῥόος with compositional -ο- or rather from ἄψορρος reshaped after ῥόος. S. ὄρρος.

Middle Liddell

[poetic for ἀψόρρος]
going back, backwards, Il., Soph.:—neut. ἄψορρον as adv., backward, back again, Il., Aesch., Soph.

Frisk Etymology German

ἄψορρος: {ápsorros}
Forms: -ον Adv.
Grammar: Adj.,
Meaning: zurückgehend, zurück (poet. seit Il.).
Etymology: Eig. wohl "mit dem ὄρρος abgewandt", vgl. παλίνορσος; dazu Wackernagel Unt. 1 A. 2 (wo für ρρ statt ρσ in ἄψορρος Dissimilation erwogen wird) und 226 A. 1. Anders Bechtel Lex. s. v.: ἄψορρος falsch für ἀψόροος. — Die Form ἀψόρροος in ἀψορρόου Ὠκεανοῖο (Σ 399, υ 65) ist entweder aus ἄψ und ῥόος mit dem Kompositionsvokal -ο- selbständig gebildet oder vielmehr von ἄψορρος nach ῥόος umgestaltet. Weiteres s. ὄρρος.
Page 1,204-205

English (Woodhouse)

going back

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)