ἐκτειχίζω
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
Att. fut. -ῐῶ, fortify completely, Th.7.26, X.HG3.2.10, etc.:—Pass., τὸ τεῖχος ἐκτετείχισται ταχύ Ar.Av.1165.
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. fut. ἐκτειχιοῦντα Arr.An.5.20.2]
fortificar, amurallar completamente τὸ χωρίον Th.4.45, cf. 7.26, τὸ κατ' ἀνατολὰς μέρος (de un templo), I.BI 5.185, πόλιν Arr.An.4.24.7, 28.4, Κορδύβην App.BC 2.105, en v. pas. ἐκτετειχισμένας πόλεις Arr.An.6.17.4, cf. Synes.Ep.66 (p.111)
•c. ac. y dat. instrum. περιστᾶσιν ἐκτειχίσαι τὸ χωρίον Th.4.4, τὸν χῶρον λιθίνῳ τείχει Arr.Ind.21.12, c. ac. de resultado ἐξετείχισε τρία φρούρια Th.7.4.5, cf. Aristid.Or.25.54
•c. ac. interno construir un muro o muralla (τεῖχος) τὸ μὲν πρὸς Σικυῶνος ... ἐν ὀλίγαις ἡμέραις πάνυ καλὸν ἐξετείχισαν X.HG 4.4.18, τὰ μακρὰ τείχη ἐκτειχίσαι Arr.An.1.9.3, en v. pas. οὕτω τὸ τεῖχος ἐκτετείχισται ταχύ; Ar.Au.1165
•abs. ἆθλα ὑποσχόμενος δώσειν τοῖς πρώτοις ἐκτειχίσασι prometiendo dar premios a los primeros que terminaran la construcción del muro X.HG 3.2.10.
German (Pape)
[Seite 780] ganz u. gar mit einer Mauer, mit Bollwerken befestigen; Thuc. 7, 26; Xen. Hell. 3, 2, 10; τὸ τεῖχος ἐκτετείχισται ταχύ, ist schnell vollendet, Ar. Av. 1165.
French (Bailly abrégé)
achever des fortifications.
Étymologie: ἐκ, τειχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτειχίζω: окружать стеной, возводить укрепления Thuc., Xen.: τὸ τεῖχος ἐκτετείχισται Arph. стена построена.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, τειχίζω ἐντελῶς, ὀχυρώνω, Θουκ. 7. 26, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 10, κτλ.· τεῖχος ἐκτετείχισται, ἀνηγέρθη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1165.
Greek Monolingual
ἐκτειχίζω (Α)
τειχίζω εντελώς, ενισχύω με οχυρώματα, οχυρώνω («ἆθλα ὑποσχόμενος δώσειν τοῖς πρώτοις ἐκτειχίσασι», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐκτειχίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, οχυρώνω πλήρως, σε Θουκ., Ξεν.· τεῖχος ἐκτ., το ανεγείρω από τα θεμέλια, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. Attic ῐῶ
to fortify completely, Thuc., Xen.; τεῖχος ἐκτ. to build it from the ground, Ar.
Lexicon Thucydideum
communire (ad finem usque), to fortify (completely), 4.4.1,
item likewise 4.45.2. 7.4.5, [vulgo commonly ἐξετείχιζε] 7.26.3.