ἐμβαπτίζω
English (LSJ)
= ἐμβάπτω (dip in), Nic. Fr. 70.12 ; — Pass., τοῖς τέλμασιν Plu. Sull. 21.
Spanish (DGE)
bañar, sumergir (ῥίζας) ἐμβάπτισον ἅλμῃ Nic.Fr.70c.12, en v. pas. μαχαίραι ἐμβεβαπτισμέναι τοῖς τέλμασιν espadas sumergidas en pantanos Plu.Sull.21
•fig. τὴν ψυχὴν ... μερίμναις Synes.Ep.41 (p.57), cf. Dio 6, pas. Synes.Insomn.8.
German (Pape)
[Seite 805] = Folgdm; ἅλμη Nic. bei Ath. IV, 133 e; Plut. Sull. 21 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
plonger dans, τινι.
Étymologie: ἐν, βαπτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβαπτίζω: (= ἐμβάπτω) погружать, med. погружаться, тонуть (μάχαιραι ἐμβεβαπτισμέναι τοῖς τέλμασιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβαπτίζω: τῷ ἑπομ., Νικ. παρ᾿ Ἀθην. 133Ε. Πλουτ. Σύλλ. 21.
Greek Monolingual
(Α ἐμβαπτίζω)
βυθίζω, βουτώ κάτι μέσα σε υγρό.
Greek Monotonic
ἐμβαπτίζω: = το επόμ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
= ἐμβάπτω, Plut.]
Chinese
原文音譯:™mb£ptw 嗯-巴普拖
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在內-浸
字義溯源:淹入,蘸;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(βάπτω / ῥαίνω)*=淹沒)組成。和合本譯為:蘸;主耶穌用一同蘸手在盤中,來顯示出賣他的人。參讀 (βάπτω / ῥαίνω)同義字
出現次數:總共(3);太(1);可(1);約(1)
譯字彙編:
1) 蘸⋯的(1) 太26:23;
2) 醮(1) 約13:26;
3) 蘸(1) 可14:20