ἐνικλάω
English (LSJ)
poet. for ἐγκ- (q.v.), break off: metaph., ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπω is wont to frustrate what I devise, Il.8.408, cf. 422; ἐνέκλασσας (Ep. aor. 1) δὲ μενοινήν Call.Jov.90; γάμον βαρὺς ὅρκος ἐνικλᾷ Id.Aet.3.1.22; τίς ἄτη σωομένους μεσσηγὺς ἐνέκλασε; A.R.3.307.
German (Pape)
[Seite 844] ep. = ἐγκλάω (s. κλάω), einknicken, zerstören, vereiteln, Il. 8, 408. 422; τινί, Jem. einen Strich durch die Rechnung machen, Ap. Rh. 3, 307.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐνικλάω: эп. = ἐγκλάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνικλάω: ποιητ. ἀντὶ ἐγκλάω, ἀποθραύω, μεταφ. κωλύω, μηδενίζω, ματαιώνω, αἰεὶ γάρ μοι ἕωθεν ἐνικλᾶν, ὅττι κεν εἴπω Ἰλ. Θ. 408, 422.
English (Autenrieth)
inf. ἐνικλᾶν: break within, frustrate, Il. 8.408 and 422.
Greek Monotonic
ἐνικλάω: ποιητ. αντί ἐγκ-, σπάζω και μπαίνω μέσα, θραύω, συντρίβω· μεταφ., ἐνικλᾶν ὅτι νοήσω, ανατρέπει, ματαιώνει ό,τι εγώ επινοώ, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
poet. for ἐγκ
to break in, break off: metaph., ἐνικλᾶν ὅττι νοήσω to frustrate what I devise, Il.