ἐξαγριαίνω

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαγριαίνω Medium diacritics: ἐξαγριαίνω Low diacritics: εξαγριαίνω Capitals: ΕΞΑΓΡΙΑΙΝΩ
Transliteration A: exagriaínō Transliteration B: exagriainō Transliteration C: eksagriaino Beta Code: e)cagriai/nw

English (LSJ)

A make savage, Pl.Ly.206b; λέοντα Ph.1.670; τινὰ πρός τινα Plu.Dio7; τινὰ ἐπί τινι J.AJ17.6.5:—Pass., to be made or become savage, Pl.R. 336d, Arist.HA571b31; πρός τινα Thd.Da.8.7.
II intr. in Act., = Pass., App.Ill.23.

Spanish (DGE)

1 tr. enfurecer, irritar, exasperar c. ac. de pers. o anim. λέοντα Ph.1.670, ἄνδρας Plu.Demetr.28, cf. Paus.4.21.12, Basil.Ep.73.3, τὸ μειράκιον ... πρὸς αὐτόν Plu.Dio 7, μέλαινά τε χολὴ αὐτὸν ... ἐπὶ πᾶσιν ἐξαγριαίνουσα I.AI 17.173
abs. λόγοις τε καὶ ᾠδαῖς μὴ κηλεῖν ἀλλ' ἐξαγριαίνειν Pl.Ly.206b, cf. Ach.Tat.7.9.12, fig. (οἱ δὲ ἄνεμοι) ἐξαγριαίνουσιν habla la mar, Aesop.178
esp. c. ac. de abstr. exacerbar ἵνα μὴ ἐξαγριαίνωσιν αὐτῶν τὰ νοσήματα D.C.55.17.1, cf. Cyr.Al.Rom.p.246.25, en v. pas. ἐπιθυμίαι καὶ ὀργαὶ καὶ φόβοι ... μὴ ἐξαγριαινόμενα τῷ συνεχεῖ ἐρεθισμῷ Basil.Ep.2.2 (p.7).
2 intr., gener. en v. med.-pas. enfurecerse, exasperarse, volverse agresivo ὑπὸ τοῦ λόγου ... ἐξαγριαίνεσθαι Pl.R.336d, κατ' ἀλλήλων Pall.V.Chrys.20.457, de anim. οἱ ἐλέφαντες περὶ τὴν ὀχείαν Arist.HA 571b31, (ὁ τράγος) ἐξηγριάνθη πρὸς αὐτοῦ el macho cabrío arremetió furioso contra él LXX Da.8.7θ, tb. en v. act. ὁ ... δῆμος ἐξαγριαίνων τὰ ... ὅμηρα διδόμενα περιεῖδεν App.Ill.23, cf. Origenes Cels.8.64
del mar embravecerse Chrys.M.64.19.

German (Pape)

[Seite 862] wild, zornig machen, erbittern; λόγοις, im Gegensatz von κηλέω, Plat. Lys. 206 b; pass., Rep. I, 336 d, u. öfter bei Sp.; τινὰ πρός τινα, Plut. Dion. 7; καὶ παροξύνειν Caes. 19. – Auch intrans., zornig, erbittert sein, App. Illyr. 23.

French (Bailly abrégé)

aigrir, exaspérer.
Étymologie: ἐξ, ἀγριαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαγριαίνω: раздражать, возбуждать (λόγοις καὶ ᾠδαῖς Plat.; τινὰ πρός τινα Plut.); med.-pass. приходить в возбужденное состояние, раздражаться (ὑπό τινος Plat. и περί τι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγριαίνω: καθιστῶ ἄγριον, Πλάτ. Λύσ. 206Β· τινὰ πρὸς τινα Πλουτ. Δίων 7· τινὰ ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 6, 5: - Παθ., γίνομαι ἄγριος, Πλάτ. Πολ. 336D, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ Ἐνεργ. = τῷ Παθ., Ἀππ. Ἰλλυρ. 23.

Greek Monolingual

ἐξαγριαίνω (AM) αγριαίνω
1. εξαγριώνω, εξοργίζω
2. αγριεύω, οξύνομαι.

Greek Monotonic

ἐξαγριαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, κάνω κάποιον άγριο, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι άγριος, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to make savage, Plat.:—Pass. to be or become savage, Plat.