ἐξεμπολάω
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
Ion. (and later Prose, J.AJ8.7.2) ἐξεμπολέω,
A gain by trading, κέρδος ἐ. drive a gainful trade, S.Ph.303:—Pass., pf. ἐξημπόλημαι I am bought and sold, betrayed, Id.Ant.1036.
II sell off, τὸν φόρτον D.H.3.46:—Pass., ἐξεμπολημένων σφι σχεδὸν πάντων Hdt.1.1.
German (Pape)
[Seite 877] verkaufen, verhandeln, durch den Handel gewinnen; ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος Soph. Phil. 363; ἐξημπόλημαι κἀκπεφόρτισμαι, ich bin verrathen u. verkauft, Ant. 1023; πάντων ἐξημπολημένων, nachdem Alles ganz verkauft war, Her. 1, 1; ἐξεμπολήσας τὸν φόρτον ἐν ταῖς πόλεσιν D. Hal. 3, 46.
French (Bailly abrégé)
ἐξεμπολῶ :
pf. Pass. ἐξημπόλημαι;
1 vendre au dehors, exporter;
2 se procurer en vendant au dehors.
Étymologie: ἐξ, ἐμπολάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεμπολάω: ион. ἐξεμπολέω
1 распродавать: ἐξεμπολημένων πάντων Her. когда все было распродано;
2 зарабатывать торговлей, наживать (κέρδος Soph.);
3 перен. продавать, предавать (ἐξημπόλημαι κἀκπεφόρτισμαι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεμπολάω: Ἰων. -έω, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἐμπολάω, οὐδ’ ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος, νὰ κάμῃ ἐπικερδῆ πώλησιν, Σοφ. Φιλ. 303· ― ἐξημπόλημαι, ἐπωλήθην ὡς ἐμπόρευμα, ὁ αὐτ. Ἀντ. 1036. ΙΙ. πωλῶ ἐντελῶς, «ξεπουλῶ», ἐξεμπολήσας δὲ τὸν φόρτον ἐν ταῖς τῶν Τυρρηνῶν πόλεσιν Διον. Ἁλ. 3. 46. ― Παθ., ἐξημπολημένων σφι... Ἡρόδ. 1. 1.
Greek Monotonic
ἐξεμπολάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω,
I. εμπορεύομαι, κέρδος ἐξ., πετυχαίνω επικερδή, κερδοφόρα πώληση, σε Σοφ.· ἐξημπόλημαι, αγοράζομαι και πουλιέμαι, προδίδομαι, στον ίδ.
II. ξεπουλώ, προδίδω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ionic -έω fut. ήσω
I. to traffic, κέρδος ἐξ. to drive a gainful trade, Soph.; ἐξημπόλημαι I am bought and sold, betrayed, Soph.
II. to sell off, Hdt.