ἐξεύχομαι
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)
English (LSJ)
A boast aloud, proclaim, ἐ. τι [εἶναι] boast that... Pi.O. 13.61, A.Ag.533; Ἀργεῖαι γένος ἐξευχόμεσθα we boast to be Argives by race, Id.Supp.275; also ἐ. γένος boast of it, ib.272.
II pray earnestly for, ἐς ὄψιν ἥκεις ὧνπερ ἐξηύχου Id.Ch.215: c. acc. et inf., E. Med.930.
III ἐξεύχομαι· ἀφίξομαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 880] 1) sich laut rühmen, rühmend erzählen; Od. 1, 406. 20, 192, jetzt getrennt geschrieben; τινί τι, Pind. Ol. 13, 59; Aesch. Ag. 519 Suppl. 269. 272. – 2) heftig verlangen, wünschen; Aesch. Ch. 213; Eur. Med. 930.
French (Bailly abrégé)
1 se vanter de, acc.;
2 désirer vivement, acc..
Étymologie: ἐξ, εὔχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεύχομαι:
1 гордиться, хвалиться (τι Pind., Aesch.);
2 страстно молить, желать: εἰς ὄψιν ἥκεις ὧνπερ ἐξηύχου Aesch. ты перед теми, кого хотел видеть; ἐ. τινα ζῆν Eur. молиться о сохранении кому-л. жизни.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεύχομαι: διηγοῦμαι καυχώμενος, τοῖσι μὲν ἐξεύχετ’... σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν Πίνδ. Ο. 13. 85· λέγω καυχώμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 533· Ἀργεῖαι γένος ἐξευχόμεθα, καυχώμεθα, ὅτι εἴμεθα Ἀργεῖαι κατὰ τὸ γένος, ὁ αὐτ. Ἱκ. 275· ὡσαύτως, ἐξ. γένος, καυχῶμαι διὰ τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, αὐτόθι 272. ΙΙ. εὔχομαι, παρακαλῶ θερμῶς νὰ γείνη τί, εἰς ὄψιν ἥκεις ὧνπερ ἐξηύχου πάλαι, ὧνσπερ εἰς ὄψιν ἐλθεῖν ἐξηύχου, ὁ αὐτ. Χό. 215· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 930.
English (Slater)
ἐξεύχομαι boast c. acc. & inf. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν (O. 13.61)
Greek Monolingual
ἐξεύχομαι (Α) εύχομαι
1. καυχιέμαι («γένος τ' ἄν ἐξεύχοιο», Αισχύλ.)
2. ποθώ.
Greek Monotonic
ἐξεύχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ.,
I. καυχιέμαι μεγαλοφώνως, δηλώνω, διακηρύσσω, σε Αισχύλ.
II. εύχομαι, παρακαλώ θερμά να..., στον ίδ., σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. -ξομαι
I. Dep. to boast aloud, proclaim, Aesch.
II. to pray earnestly, Aesch., Eur.