ἐπίπλευσις
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
-εως, ἡ, sailing against, ἐ. ἔχειν to have the power of attacking (the weather gage), opp. ἀνάκρουσις, Th.7.36.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, das Darauslosschissen, Angriff zur See, Thuc. 7, 36.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de naviguer contre, d'attaquer un navire.
Étymologie: ἐπιπλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπλευσις: εως ἡ воен. подплытие, подступ (к неприятельскому берегу): ἔχειν τὴν ἐπίπλευσιν ἀπὸ τοῦ πελάγους τε καὶ ἀνάκρουσιν Thuc. иметь возможность и для нападения со стороны моря, и для отступления.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπλευσις: -εως, ἡ, τὸ πλέειν ἐναντίον τινός, ἐπ. ἔχειν, τὸ νὰ δύναταί τις νὰ προσβάλῃ τινὰ κατὰ τὴν ναυμαχίαν ἐκ τοῦ μέρους ὅθεν πνέει ὁ ἄνεμος, σφῶν ἐχόντων τὴν ἐπίπλευσιν ἀπὸ τοῦ πελάγους Θουκ. 7. 36.
Greek Monotonic
ἐπίπλευσις: -εως, ἡ, πλους εναντίον κάποιου, ἐπ. ἔχειν, διαθέτω τη δυνατότητα της επίθεσης, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπίπλευσις, εως
a sailing against, ἐπ. ἔχειν to have the power of attacking, Thuc. [from ἐπιπλέω