ἐπιβώμιος

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβώμιος Medium diacritics: ἐπιβώμιος Low diacritics: επιβώμιος Capitals: ΕΠΙΒΩΜΙΟΣ
Transliteration A: epibṓmios Transliteration B: epibōmios Transliteration C: epivomios Beta Code: e)pibw/mios

English (LSJ)

ἐπιβώμιον,
A on or at the altar, ψόλος A.Fr.24; πῦρ E.Andr.1024 (lyr.); βοῦς AP9.453 (Mel.); ἐπιβώμια μῆλ' ἐρύσαι drag them to the altar, A.R.4.1129; θεοῖς ἐπιβώμια ῥέζειν Theoc.16.26; . δᾷδες Hld.10.16; ἐπιβώμιος (sc. λόγος), ὁ, Hp.Ep.26; Δημοσθένης ἐ. seated on an altar, IG14.1146.
II. Subst., priest of an altar, Ath. Mitt.35.457 (Pergam.).

German (Pape)

[Seite 931] auf dem Altar; ψόλος Aesch. frg. 20; πῦρ Eur. Andr. 1024; ἐπιβώμια μῆλ' ἐρύσαντες Ap. Rh. 4, 1129; allgemein, ἐπιβώμια ῥέζειν, opfern, Theocr. 16, 26; – an dem Altare, Mel. 116 (IX, 453). – Auch = der Aufseher über den Altar, Inscr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sur l'autel ; τὰ ἐπιβώμια sacrifices, offrandes.
Étymologie: ἐπί, βωμός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβώμιος:
1 горящий на жертвеннике (πῦρ Eur.);
2 поднимающийся от жертвенника (ψόλος Aesch.);
3 возложенный на жертвенник, жертвенный (βοῦς Anth.): τὰ ἐπιβώμια Theocr. жертвы, жертвоприношения.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβώμιος: -ον, (βωμὸς) ἐπὶ τοῦ βωμοῦ ἢ παρὰ τὸν βωμόν, κἀπιβωμίῳ ψόλῳ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 22a· οὐδ’ ἔτι πῦρ ἐπιβώμιον ἐν Τροίᾳ θεοῖσιν λέλαμπεν Εὐρ. Ἀνδρ. 1024· βοῦς Ἀνθ. ΙΙ. 9. 453 ἐπιβώμια μῆλ’ ἐρύειν, ἕλκειν αὐτὰ ἐπὶ τὸν βωμόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1129· ἐπιβώμια ῥέζειν Θεόκρ. 16. 26· ἐπὶ ἱκέτου, Συλλ. Ἐπιγρ. 6038.

Greek Monolingual

ἐπιβώμιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον βωμό («πῦρ ἐπιβώμιον», Ευρ.)
2. (για λόγο ή τραγούδι) αυτός που λέγεται ή απαγγέλλεται κοντά στον βωμό («ἐπιβώμιος λόγος»)
3. το αρσ. ως ουσ.ἐπιβώμιος
ιερέας, θύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βώμιος (< βωμός)].

Greek Monotonic

ἐπιβώμιος: -ον (βωμός), πάνω ή κοντά στο βωμό, σε Ευρ.· ἐπιβώμια ῥέζειν, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐπι-βώμιος, ον βωμός
on or at the altar, Eur.; ἐπιβώμια ῥέζειν Theocr.