ἐπισύνδεσις
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
English (LSJ)
-εως, ἡ, concatenation, αἰτιῶν Placit.1.28.4, cf. Chrysipp.Stoic.2.274; πάντων τῶν ἐν τῷ κόσμῳ M.Ant.6.38.
German (Pape)
[Seite 987] die Verbindung damit, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de lier ensemble, liaison.
Étymologie: ἐπί, συνδέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισύνδεσις: εως ἡ связь, связывание или присоединение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισύνδεσις: -εως, ἡ, ἕνωσις, σύνδεσις, Πλούτ. 2. 885Β· τῶν ἐν κόσμῳ Μ. Ἀντών. 6. 38.
Greek Monolingual
ἐπισύνδεσις, ἡ (Α) επισυνδέω
σύνδεση με κάτι, αλληλεξάρτηση.