ἐραστεύω
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
= ἐράω (A), ἐραστεῦσαι γάμων A.Pr.893 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1017] = ἐράω, τινός, Aesch. Prom. 895.
French (Bailly abrégé)
être passionné pour, gén..
Étymologie: ἐραστής.
Russian (Dvoretsky)
ἐραστεύω: Aesch. = ἐράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐραστεύω: ἐράω, μόνον ἅπαξ ἀπαντῶν, ἐραστεῦσαι γάμων Αἰσχύλ. Πρ. 893.
Greek Monolingual
ἐραστεύω (Α) εραστής
έχω έρωτα, πόθο, επιθυμία για κάτι («ἐραστεῦσαι γάμων», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐραστεύω: = ἐράω, λαχταρώ κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.