ἔγγραπτος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἔγγραπτον, = ἔγγραφος, συνθῆκαι Plb. 12.9.3, al.; νόμοι Str.6.1.8, D.S.1.94; πρᾶγμα ἔγγραπτον καὶ ἄγραφον PAmh.2.110 (i A.D.), etc.: ἔγγραπτον, τό, written document, PMagd.18.5 (iii B.C.).
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: en pap. e inscr. graf. ἐνγ-
escrito, por escrito εἰρήνη ἔ. tratado de paz por escrito Plb.3.24.6, συμμαχία Plb.3.25.3, 4.82.5, συνθῆκαι Plb.12.9.3, ἔ. σύνταξις τῆς δικαιολογίας Plb.30.4.11, νόμοι Str.6.1.8, D.S.1.94, μηδὲν ... ἐνκαλεῖν ... περὶ μηδενὸς ἁπλῶς πράγματος ἐνγράπτου ἢ ἀγράφου PAmh.111.22 (II d.C.), διαστολὴ καὶ παραγγελία SB 7870.15 (II d.C.), ἀσφαλία PSI 946.27 (III d.C.)
•inscrito ἔγγραπτοι τιμαί honores escritos, e.e. inscripciones honoríficas Plb.27.18.2
•subst. τὸ ἔγγραπτον = escrito, documento Themist.Ep.7.2, gener. plu. PEnteux.43.5, PTeb.772.9 (ambos III a.C.), δι' ἐγγράπτων por escrito, PLugd.Bat.22.11.31 (II a.C.), καθότι διὰ τῶν ἐνγράπτων ... μαρτυρεῖται como se testifica por los documentos, IMylasa 109.11 (I a.C.).
German (Pape)
[Seite 701] eingeschrieben, schriftlich aufgezeichnet; εἰρήνη Pol. 3, 24, 6 u. öfter; τιμαί 27, 15, im Gegensatz der ἀναθηματικαί; ähnl. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inscrit.
Étymologie: ἐγγράφω.
Russian (Dvoretsky)
ἔγγραπτος: (за)писанный, письменный (νόμοι Diod.); письменно оформленный (τιμαί Polyb.): εἰρήνη ἔ. Polyb. письменный договор о мире.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγγραπτος: -ον, = ἔγγραφος, Πολύβ. 3. 24, 6, κτλ.