ἴσσα

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσσα Medium diacritics: ἴσσα Low diacritics: ίσσα Capitals: ΙΣΣΑ
Transliteration A: íssa Transliteration B: issa Transliteration C: issa Beta Code: i)/ssa

English (LSJ)

exclamation of malicious triumph over another's distress, Pl. Com.66, Men.36; ἰσσᾷ Herod.3.94. (Onomatop.; cf. σίττα.)

German (Pape)

[Seite 1268] ἐπιφώνημα ἐπιχαρτικόν, B. A. 100 u. Phot. aus Men.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσσα: ἐπιχαρτικὸν ἐπιφώνημα, δηλ. ἐπιφώνημα χαρᾶς καὶ θριάμβου ἐπὶ τῇ δυστυχίᾳ ἑτέρου, Πλάτ. Κωμ. «Λαΐῳ» 4, πρβλ. Meineke εἰς Μενάνδρ. «Ἀνατιθεμένην ἢ Μεσσηνίαν» 6. (Ὀνοματοπ.· πρβλ. σίττα)

Greek Monolingual

ἴσσα (Α)
επιφώνημα που δηλώνει κακεντρεχή χαρά για τη δυστυχία κάποιου άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία. Πρβλ. και σίττα.