ὀξίζω

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξίζω Medium diacritics: ὀξίζω Low diacritics: οξίζω Capitals: ΟΞΙΖΩ
Transliteration A: oxízō Transliteration B: oxizō Transliteration C: oksizo Beta Code: o)ci/zw

English (LSJ)

taste or smell like vinegar, Dsc.1.115.2,5.6, Gp.3.7.1 (= interpol. in Dsc.2.96, with -ύσῃ), Archig. ap. Cal.13.218, etc.

German (Pape)

[Seite 351] (ὄξος), Essiggeschmack haben, sauer werden, Sp. – Vgl. über die Bildung des Wortes Lob. zu Phryn. 210.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξίζω: (ὄξος) ἔχω τὴν γεῦσιν ὄξους, ἐπὶ οἴνου, Διοσκ. 5. 12, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε ὀξύζω, ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 210.

Greek Monolingual

ὀξίζω και ὀξύζω (ΑΜ) όξος
1. (ιδίως για κρασί) έχω τη γεύση ή τη μυρωδιά ξιδιού, έχω ξινάδα, ξινίζω
2. επεξεργάζομαι κάτι με την προσθήκη ξιδιού («πόδας χοίρου ὀξίσας», Βί. Αισ.).