ὀξίζω
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
taste or smell like vinegar, Dsc.1.115.2,5.6, Gp.3.7.1 (= interpol. in Dsc.2.96, with -ύσῃ), Archig. ap. Cal.13.218, etc.
German (Pape)
[Seite 351] (ὄξος), Essiggeschmack haben, sauer werden, Sp. – Vgl. über die Bildung des Wortes Lob. zu Phryn. 210.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξίζω: (ὄξος) ἔχω τὴν γεῦσιν ὄξους, ἐπὶ οἴνου, Διοσκ. 5. 12, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε ὀξύζω, ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 210.
Greek Monolingual
ὀξίζω και ὀξύζω (ΑΜ) όξος
1. (ιδίως για κρασί) έχω τη γεύση ή τη μυρωδιά ξιδιού, έχω ξινάδα, ξινίζω
2. επεξεργάζομαι κάτι με την προσθήκη ξιδιού («πόδας χοίρου ὀξίσας», Βί. Αισ.).