ξινίζω
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
ξινός
1. (ιδίως για εδώδιμα και για κρασί) καθιστώ κάτι ξινό, προσδίδω σε κάτι ξινή γεύση, αλλοιώνω (α. «η ζέστη ξινίζει τα φαγητά» β. «το σάπιο βαρέλι μού ξίνισε το κρασί»)
2. αποκτώ ξινή γεύση ως αποτέλεσμα της αλλοίωσης που υφίσταμαι, αποσυντίθεμαι («ξίνισε το γάλα»)
3. (σχετικά με εδώδιμα) διατηρώ κάτι τοποθετώντας το μέσα στο ξίδι
4. μτφ. (για πρόσ.) δυσαρεστούμαι για κάτι, μού κακοφαίνεται («μόλις του ανακοίνωσα την απόφασή μου, ξίνισε κάπως»)
5. φρ. α) «ξινίζω τα μούτρα μου» — κάνω μορφασμό που εκφράζει δυσαρέσκεια
β) «τά ξινίζω με κάποιον» — ψυχραίνομαι με κάποιον.