ὀξυρεγμία
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
English (LSJ)
ἡ, (fr. *ὀξερυγμία, cf. ἐρευγμός)
A the sour fumes caused by indigestion, heartburn, Hp.Aph.6.1, Aret.SA2.3, Gal.6.344, Aët. 9.43, etc.
2 the peevishness or fretfulness caused thereby, Ar.Fr. 473; cf. κρομμυοξυρεγμία, ὀξωρεγμία.
German (Pape)
[Seite 354] ἡ, das saure Aufstoßen, vom verdorbenen Magen herrührend; Hippocr. u. Folgde, Luc. Merc. cond. 19.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠρεγμία: ἡ
1 кислая отрыжка, изжога Luc.;
2 дурное настроение, раздражительность (от дурного пищеварения) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠρεγμία: ἡ, (ἐρευγμὸς) τὸ ἐρεύγεσθαι ξινά, «ξινίλα» τοῦ στομάχου δι’ ἐλλιπῆ πέψιν, Ἱππ. Ἀφ. 1250. 2) ἡ δυστροπία καὶ ὀξυθυμία ἡ ἐκ τούτου προερχομένη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 398· πρβλ. κρομμυορεγμία.
Greek Monolingual
η (Α ὀξυρεγμία και ὀξωρεγμία)
ξινίλα από το στομάχι που οφείλεται σε ελλιπή πέψη, όξινη ερυγή, ρέψιμο, αναγωγή από το στομάχι
αρχ.
δυστροπία ή οξυθυμία που προέρχεται από άσχημη ψυχική διάθεση οφειλόμενη σε ελλιπή πέψη, σε κακοστομαχιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-ερυγμία (< οξυ- + ἐρυγμός < ἐρεύγομαι «ρεύομαι»)με μετάθεση τών φωνηέντων και αποβολή του -υ-].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: sour eructation of the stomach
Other forms: -ίη
Compounds: ὀξυρεγμι-ώδης, -άω (medic.), κρομμυ-οξυρεγμία (Ar. Pax 529).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Compound of ὀξύς and ἐρυγμός with ία-suffix, so from *ὀξυ-ερυγμ-ία with dissimilatory change of the vowels; cf. Strömberg Wortstud. 99, slightly diff. (to ὄξος) Schwyzer 268.
Frisk Etymology German
ὀξυρεγμία: {oksuregmía}
Forms: -ίη
Grammar: f.
Meaning: saures Aufstoßen des Magens
Composita : mit ὀξυρεγμιώδης, -άω (Mediz.), κρομμυοξυρεγμία (Ar. Pax 529).
Etymology : Zusammenbildung von ὀξύς und ἐρυγμός mit ία-Suffix, somit aus *ὀξυερυγμία mit dissimilatorischer Umstellung der Vokale; vgl. Strömberg Wortstud. 99, etwas abweichend (zu ὄξος) Schwyzer 268.
Page 2,400-401
Translations
heartburn
Amharic: ቃር; Arabic: حُرْقَة الْمَعِدَة al-maʿida); Hijazi Arabic: حَرَقان, حرْقَة; Armenian: այրոց, այրուցք; Basque: bihotzerre; Bulgarian: стомашни киселини; Catalan: pirosi, cremor, coragre; Chinese Mandarin: 燒心, 烧心, 胃灼熱, 胃灼热; Czech: pálení žáhy; Dutch: maagzuur; English: acid reflux, cardialgia, gastroesophageal reflux, heartburn, heart-burn, pyrosis; Esperanto: pirozo; Estonian: kõrvetised; Finnish: närästys; French: brûlures d'estomac; Galician: ardentía, acedía; Georgian: გულისწვა, გულძმარვა; German: Sodbrennen; Greek: καούρα; Ancient Greek: καρδιαλγία, καρδιωγμός, καῦσος στομάχου, καύσων στομάχου, ὀξυρεγμία, ὀξυρρεγμία, ὀξωρεγμία; Hungarian: gyomorégés; Icelandic: brjóstsviði; Irish: daigh chroí, loscadh daighe, dó croí; Italian: bruciore di stomaco; Japanese: 胸焼け; Korean: 속 쓰림; Kurdish Northern Kurdish: dilekizê; Macedonian: жиговина; Maori: taratarawai, pohongawhā; Mongolian: шар; Navajo: biyiʼ hodilid; Norwegian: halsbrann; Oromo: singiggoo; Plautdietsch: Soodbrennen, Brennendesood; Polish: zgaga, pieczenie; Portuguese: azia; Russian: изжога, пирозис; Scots: water brash; Scottish Gaelic: losgadh-bràghad; Serbo-Croatian Cyrillic: гору̀шица; Roman: gorùšica; Slovene: zgaga; Spanish: rescoldera, ardor de estómago, acidez, agruras, pirosis; Swedish: halsbränna; Vilamovian: kwȫł; Welsh: dŵr poeth, llosg cylla