ὑπαίθω
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
poet., = ὑποκαίω, S.Tr.1210: metaph., of love, inflame, Id.Fr.345.
German (Pape)
[Seite 1180] p. = ὑποκαίω, Soph. Tr. 1200.
French (Bailly abrégé)
allumer en dessous, enflammer.
Étymologie: ὑπό, αἴθω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαίθω: (только praes.) поджигать, воспламенять (τι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαίθω: ποιητ. = ὑποκαίω, Σοφ. Τρ. 1210· - μεταφ. ἐπὶ ἔρωτος, καταφλέγω, καίω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 312.
Greek Monolingual
Α
1. υποκαίω («καὶ πῶς ὑπαίθων σῶμ' ἂν ἰῴμην τὸ σόν;», Σοφ.)
2. μτφ. (για τον έρωτα) φλέγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἴθω «ανάβω, καίω»].
Greek Monotonic
ὑπαίθω: πυρπολώ, βάζω φωτιά κάτω από ή κρυφά, σε Σοφ.