ὑποδαμνάω

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδαμνάω Medium diacritics: ὑποδαμνάω Low diacritics: υποδαμνάω Capitals: ΥΠΟΔΑΜΝΑΩ
Transliteration A: hypodamnáō Transliteration B: hypodamnaō Transliteration C: ypodamnao Beta Code: u(podamna/w

English (LSJ)

master or weaken beneath one, ποταμὸς ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα Il.21.270:—Pass. ὑποδάμνᾰμαι (from *ὑποδάμνημι), to be overcome, overpowered, εἰπέ μοι ἠὲ ἑκὼν ὑποδάμνασαι Od.3.214, 16.95; aor. 1 part. ὑποδμηθεῖσα, of a woman, subdued by a man, yielding to his embrace, h.Hom.17.4, Hes.Sc.53, Th.327,374; also ὑποδμηθείς, of a man, subdued by love, AP5.299 (Paul. Sil.); ἀλλήλοις ὑποδεδμῆσθαι to be married, Eust. 1418.38:—Med., Ἔρος φρένας ὑποδάμναται Theoc.29.23, cf. Q.S.1.336, 6.284.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδαμνάω: δαμάζω ἢ ἐξασθενῶ τινα ὑποκάτω, ποταμὸς ὑπὸ γούνατ’ ἐδάμνα Ἰλ. Φ. 270. - Παθ., ὑποδάμνᾰμαι (ὡς εἰ ἐκ τοῦ ὑποδάμνημι), δαμάζομαι, καταβάλλομαι, νικῶμαι, εἰπέ μοι ἠὲ ἑκὼν ὑποδάμνασαι Ὀδ. Γ. 214, Π. 95· ὡσαύτως ἀόρ. α΄ μετοχ. ὑποθμηθεῖσα (ἴδε δαμάζω), ἐπὶ γυναικός, δαμασθεῖσα ὑπὸ ἀνδρός, ὑποχωρήσασα εἰς αὐτόν, Ὕμν. Ὁμ. 16. 4, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 53, Θεογ. 327, 374· ἀλλ’ ὡσαύτως ὑποδμηθείς, ἐπὶ ἀνδρός, καταβληθεὶς ὑπὸ τοῦ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 300· ὑποδεδμῆσθαι, εἰς γάμον ἐλθεῖν, Εὐστ. 1418. 38. - Μέσ., ἔρως φρένας ὑποδάμναται Θεόκρ. 29. 23, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 1. 336., 6. 284.

Greek Monotonic

ὑποδαμνάω: δαμάζω ή εξασθενώ κάτω από την πίεση κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὑποδάμνᾰμαι (όπως αν προερχόταν από το ὑποδάμνημι), κάμπτομαι, καταβάλλομαι, νικιέμαι, εξουδετερώνομαι, αφήνομαι να νικηθώ ή να εξουδετερωθώ, δαμασθώ, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. αορ. αʹ ὑποδμηθεῖσα (βλ. δαμάζω), λέγεται για γυναίκα, υποταγμένη σε άνδρα, υποχωρητική σ' αυτόν, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ησίοδ. — Μέσ., Ἔρος φρένας ὑποδάμναται, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


to master or weaken beneath one, Il.:— Pass., ὑποδάμνᾰμαι (as if from ὑποδάμνημἰ to be overcome, let oneself be overpowered or overcome, Od.; aor1 part. ὑποδμηθεῖσα (v. δαμάζὠ, of a woman, subdued by a man, yielding to him, Hhymn., Hes.: —Mid., ἔρως φρένας ὑποδάμναται Theocr.