Σπαρτιάτης
English (LSJ)
ου, ὁ, a Spartan, E. Or. 457, Th. 1.128, etc.; Ionic Σπαρτιήτης, εω, Hdt. 1.65; — fem. Σπαρτιᾶτις, -ιδος, ἡ, a Spartan woman, E. Andr. 596, etc.; also (sc. χώρα) Laconia, Plu. 2.219f; also as Adj., Σ. γυνή, χθών, E. Hel. 115, Or. 537, etc.; also Σπαρτιάς, -άδος, St.Byz.; — Adj. Σπαρτιατικός, ή, όν, Spartan, Paus. 6.4.10, Luc. Salt. 46, etc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Spartiate.
Étymologie: Σπάρτη.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. Σπαρτιάτισσα, Ν, και Σπαρτιάτις, -ιδος, ΜΑ, και ιων. τ. Σπαρτιήτης Α
1. ο κάτοικος της Σπάρτης, αυτός που κατάγεται από τη Σπάρτη
2. (στην αρχαιότητα) ο πολίτης της Λακεδαίμονος που είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σπάρτη + κατάλ. -ιάτης (πρβλ. Ισθμιάτης). Ο τ. Σπαρτι-ήτης, αναλογικά προς το οἰκι-ήτης, πολι-ήτης].
Russian (Dvoretsky)
Σπαρτιάτης: (ᾱτ), ион. Σπαρτιήτης, ου ὁ спартиат, т. е. полноправный гражданин Спарты Her., Thuc., Eur.
Middle Liddell
a Spartan, Eur., Thuc.