άνειμι

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

ἄνειμι (Α) είμι
1. τραβώ προς τα επάνω, ανεβαίνω
2. (για τον ήλιο) ανατέλλω
3. (για νερό) βγαίνω στην επιφάνεια, αναβλύζω
4. αναπλέω, βγαίνω στα ανοιχτά
5. πηγαίνω σε κάποιον για να ζητήσω βοήθεια, καταφεύγω ως ικέτης
6. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, γυρίζω στην πατρίδα
7. κατευθύνομαι προς τα μεσόγεια (από παραλιακό τόπο)
8. προσάγω, φέρνω
9. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο.