άπας

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

άπασα, άπαν (AM ἅπας (-ντος), ἅπασα, ἅπαν)
όλος, ολόκληρος, όλος μαζί, πληθ. όλοι, όλοι μαζί
νεοελλ.
φρ.
1. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπαντα
όλα τα έργα ενός συγγραφέα ως σύνολο
2. «εξ άπαντος» — οπωσδήποτε, χωρίς άλλο
3. «στον αιώνα τον άπαντα» — συνεχώς, αιωνίως
αρχ.
1. (με επίθετο) εξολοκλήρουἀργύρεος ἅπας», εξολοκλήρου από άργυρο
«ἅπας δὲ τραχὺς ὅστις ἂν νέον κρατῇ», εντελώς, απόλυτα σκληρός, Αισχ.
«ἡ ἐναντία ἅπασα ὁδός», ο εντελώς αντίθετος δρόμος, Πλάτων)
2. (με αφηρ. ουσ.) απόλυτος («ἅπασ' ἀνάγκη»)
3. οποιοσδήποτε, ο καθένας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- αθροιστ. (< sm) + -πας.
ΠΑΡ. νεοελλ. άπαντο.
ΣΥΝΘ. ανάπας, απαξάπας συνάπας.