άστρωτος
τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄστρωτος, -ον) στρωτός
(για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο»)
2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι»)
3. εκείνος που δεν έχει γίνει λείος κατά την επίστρωση («άστρωτος τοίχος», «άστρωτη μπογιά»)
4. ο ασυγύριστος («άστρωτο κρεβάτι»)
5. εκείνος που δεν έχει ετοιμαστεί με τοποθέτηση των αναγκαίων σκευών («άστρωτο τραπέζι»)
6. όποιος δεν έχει στρωθεί με ξύλινο, λίθινο κ.λπ. δάπεδο («άστρωτο πάτωμα», «άστρωτος δρόμος»)
7. άτακτος, ζωηρός («άστρωτο παιδί»)
8. εκείνος που δεν έχει στρώσει, που δεν έχει τακτοποιηθεί σε μια δουλειά («άστρωτος εργάτης»)
9. αυτός που δεν λειτουργεί ακόμη κανονικά («άστρωτη δουλειά»)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει κρεβάτι
2. ο ξεσκέπαστος
3. (για έδαφος) που δεν έχει στρωσίδια.