αλέομαι

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α)
1. απομακρύνω, αποφεύγω
2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχικό τ. ἀλεF-ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. του Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι παρά το ἀλέασθαι, καθώς και τον ενεστωτικό του ρήματος ἀλεύω «απωθώ, κυνηγώ»), με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F-. Το ρήμα συνήθως θεωρείται ότι προέρχεται από παρεκτεταμένη (με -eF-) μορφή της ρίζας ἀλ- με την οποία συνδέονται επίσης το συνώνυμο ρήμα ἀλύσκω, καθώς και οι ρηματικοί τ. ἀλύω «είμαι ανήσυχος, ταραγμένος, βρίσκομαι σε αμηχανία, περιπλανιέμαι» και ἀλῶμαι -άομαι «περιπλανιέμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλέα Ι, ἀλεωρή.