αναλόγιο
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
και αναλόγι, το (Α ἀναλόγιον)
1. εκκλησιαστικό λειτουργικό έπιπλο, ξύλινο ή μεταλλικό, που αποτελείται από μία ή δύο και σπανίως τέσσερεις επικλινείς επιφάνειες, επάνω στις οποίες τοποθετούνται ανοιχτά τα ιερά βιβλία για να διαβαστούν ή να φυλαχθούν μετά την ανάγνωση
2. το τρισκέλιον
3. κάθε έπιπλο ή βάση που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση βιβλίων για διάβασμα ή μουσικών κομματιών για εκτέλεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάλογος < ἀναλέγω «διαβάζω ένα σύγγραμμα από την αρχή μέχρι το τέλος» (πρβλ. αναλογείον)].