Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανανεύω

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

ἀνανεύω)
νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. του κατανεύω)
νεοελλ.
δίνω πάλι σημεία ζωής
αρχ.
1. αρνούμαι να κάνω κάτι
2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω
3. επιστρέφω, επανέρχομαι
4. αποστρέφομαι, αποποιούμαι, αηδιάζω
5. σηκώνω και κρατώ το κεφάλι μου ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νεύω.
ΠΑΡ. ανάνευση (-ις) (Ι) αρχ. ἀνανευστικῶς.