απαλλάσσω
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
Greek Monolingual
(AM ἀπαλλάσσω κ. -ττω) αλλάσσω
Ι. ενεργ.
1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω
2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω
II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω
αρχ.
ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.)
1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω, απελευθερώνομαι, γλυτώνω
2. φέρνω σε πέρας, τελειώνω
(μτβ.)
3. διώχνω, απολύω
4. καταστρέφω, εξαφανίζω
5. (Δικαν.) απαλλάσσω, ανακουφίζω κάποιον από τα χρέη του
6. (ενεργ. κ. μέσ.) αναχωρώ, φεύγω
7. (μέσ. κ. παθ.) πεθαίνω
8. αφήνω, εγκαταλείπω
9. είμαι μακριά ή κατώτερος από κάποιον
10. απόλ. παύω, σταματώ
11. αποσύρω ποινική δίωξη
12. συμφιλιώνομαι
13. φρ. α) «ἀπαλλάσσομαι ἐκ παίδων» — ενηλικιώνομαι
β) «ἀπαλλάσσομαι τοῦ βίου» — πεθαίνω
«ἀπαλλάσσομαι τοῦ λέχους» — διαλύω τον γάμο μου, χωρίζω.