απογράφω

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπογράφω)
καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή
αρχ.
Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου
2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη
3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία
ΙΙ. (μέσ., -ομαι)
1. αναθέτω σε κάποιον να μου κάνει αντίγραφο
2. εγγράφομαι σε κατάλογο
3. θεωρούμαι ότι ανήκω στον κύκλο ή στη δικαιοδοσία κάποιου
4. εγγράφω το όνομά μου σε κατάλογο ως κατήγορος, καταγγέλλω
5. ενεργώ ώστε να παραδοθεί στους άρχοντες κατάλογος με καταγραμμένα τα περιουσιακά στοιχεία ενός πολίτη.
6. καταγράφομαι ως ιδιοκτησία κάποιου
7. «απογράφομαι φόνου» — κατηγορούμαι για φόνο
8. καταγράφομαι στον κατάλογο των χρεών.