βολεύω
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ
2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ
β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω
γ) γαμώ
3. φρ. α) «τα βολεύω» — τα καταφέρνω, με αρκετές προσπάθειες αντιμετωπίζω τις δυσκολίες
β) «τα βολεύω με κάποιον» — συμβιβάζομαι
4. βολεύομαι
α) τακτοποιούμαι, δεν έχω πολλά προβλήματα
β) κάθομαι άνετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βολεύω < ευβολεύω < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεί). Κατ' άλλη άποψη, το βολεύω ανάγεται στο μτγν. ευβολέω, -ώ («πετυχαίνω στον βόλο, στο ρίξιμο του κύβου»), αφού μεταπλάστηκε σε ευβολεύω, αναλογικά προς άλλα συνώνυμα σε -εύω (πρβλ. κηδεύω, οικοκυρεύω)].