βόμβα

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

και μπόμπα, η
1. κοίλο βλήμα, το οποίο περιέχει εκρηκτικό ή εμπρηστικό υλικό καθώς και κατάλληλο μηχανισμό πυροδότησης
2. «βόμβα κοβαλτίου» — διάταξη που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία καρκινικών όγκων
3. «ατομική βόμβα» — όπλο με μεγάλη εκρηκτική ισχύ που προέρχεται από στιγμιαία απελευθέρωση ενέργειας κατά τη σχάση του πυρήνα ορισμένων βαρέων στοιχείων
4. «βόμβα υδρογόνου» ή «υδρογονική βόμβα» — βόμβα στην οποία η στιγμιαία απελευθέρωση ενέργειας στηρίζεται σε θερμοπυρηνικές αντιδράσεις σύντηξης ελαφρών στοιχείων
5. «βόμβα εμπρηστική» — βόμβα που προορίζεται να προκαλέσει πυρκαγιά
6. «βόμβα Μολότωφ» ή «κοκτέιλ Μολότωφ» — αυτοσχέδιος εκρηκτικός και εμπρηστικός μηχανισμός μέσα σε μπουκάλι
7. «βόμβα ηφαιστειακή» — αστερεοποίητο, ηφαιστειακό υλικό με διάμετρο μεγαλύτερη από 32 χιλιοστόμετρα
8. φρ. α) «μου ήρθε σαν μπόμπα» — το έμαθα ξαφνικά, χωρίς να το περιμένω
β) «έπεσε σαν μπόμπα» ή «έσκασε σαν βόμβα» — μια είδηση έγινε γνωστή ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bomba
η απόδοση με β- (αντί μπόμπα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό» — hyperurbanismus), δηλ. σε εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεως
πρβλ. και μοδέρνος αντί μοντέρνος, μοδέλο αντί μοντέλο κ.λπ.].