γένεθλον

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γένεθλον Medium diacritics: γένεθλον Low diacritics: γένεθλον Capitals: ΓΕΝΕΘΛΟΝ
Transliteration A: génethlon Transliteration B: genethlon Transliteration C: genethlon Beta Code: ge/neqlon

English (LSJ)

τό,
A = γενέθλη, race, descent, A.Supp.290.
2 offspring, Id.Ag.784 (lyr.), 914, etc.; γ. Οἰταίου πατρός S.Ph.453; τὰ θνητῶν γ. the sons of men, Id.OT1425.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 estirpe, linaje γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον A.Supp.290.
2 c. gen. vástago, descendiente Ἀτρέως A.A.784, Οἰταίου πατρός S.Ph.453, cf. A.A.914, E.Hipp.62, Andr.1274, Orph.H.57.3, τὰ θνητῶν ... γένεθλα la raza humana S.OT 1425.

German (Pape)

[Seite 482] τό, Abstammung, Aesch. Suppl. 287; Stamm, Geschlecht, Sprößling, Ἀτρέως, Λήδας, Ag. 758. 888; Soph. O. R. 180, u. sonst bei Tragg.; τὰ θνητῶν γένεθλα, die Menschengeschlechter, Soph. O. R. 1425; Simon. bei Plat. Prot. 346 c; auch sp. D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 descendance;
2 descendant, rejeton : τὰ θνητῶν γένεθλα SOPH les enfants des hommes.
Étymologie: cf. γενέθλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γένεθλον -ου, τό [~ γενέθλη
1. afkomst, ras:. γένεθλον σπέρμα τ’ uw afkomst en oorsprong Aeschl. Suppl. 290.
2. afstammeling.

Russian (Dvoretsky)

γένεθλον: τό
1 род, происхождение (γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον Aesch.);
2 род, племя, потомство (Λήδας Aesch.; Οἰταίου πατρός Soph.): τὰ θνητῶν γένεθλα Soph. человеческий род.

Middle Liddell

1. = γενέθλη race, descent, Aesch.
2. = γέννημα, offspring, Aesch., Soph.

Greek Monolingual

γένεθλον, το (Α)
1. γενιά, καταγωγή
2. γόνοι, απόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε- (< γεν∂-), δισύλλαβη μορφή της ρίζας γεν- του γίγνομαι + (επίθημα) -θλο-, παράλληλος τ. του γενέθλη].

Greek Monotonic

γένεθλον: τό,
1. = γενέθλη, γένος, καταγωγή, σε Αισχύλ.
2. = γέννημα, απόγονος, τέκνον, στον ίδ., σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

γένεθλον: τό, = γενέθλη, γένος, καταγωγή, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 290. 2) = γέννημα, γόνος, ἀπόγονοι, ὁ αὐτ. Ἀγ. 784. 914, κτλ.· γ. Οἰταίου πατρὸς Σοφ. Φ. 453· τὰ θνητῶν γ., «οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1425.

English (Woodhouse)

child, lineage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)