γανιάζω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
(I)
γανιάζω και γκανιάζω και κανιάζω γάνια
κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε το παιδί να κλαίει»).
(II)
γανιά
1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω
2. λερώνω, βρομίζω κάτι
3. χάνω την καθαρότητά μου («γάνιασαν τα ρούχα»)
4. στεγνώνει η γλώσσα μου από δίψα ή συνεχή και κοπιαστική ομιλία («γάνιασε το στόμα μου»)
5. στενοχωριέμαι, αδημονώ (συνήθως από έλλειψη νερού) («γανιάζω για νερό»).