γκανιάζω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
(I)
γανιάζω και γκανιάζω και κανιάζω γάνια
κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε το παιδί να κλαίει»).
(II)
γανιά
1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω
2. λερώνω, βρομίζω κάτι
3. χάνω την καθαρότητά μου («γάνιασαν τα ρούχα»)
4. στεγνώνει η γλώσσα μου από δίψα ή συνεχή και κοπιαστική ομιλία («γάνιασε το στόμα μου»)
5. στενοχωριέμαι, αδημονώ (συνήθως από έλλειψη νερού) («γανιάζω για νερό»).