κανιάζω
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
(I)
γανιάζω και γκανιάζω και κανιάζω γάνια
κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε το παιδί να κλαίει»).
(II)
γανιά
1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω
2. λερώνω, βρομίζω κάτι
3. χάνω την καθαρότητά μου («γάνιασαν τα ρούχα»)
4. στεγνώνει η γλώσσα μου από δίψα ή συνεχή και κοπιαστική ομιλία («γάνιασε το στόμα μου»)
5. στενοχωριέμαι, αδημονώ (συνήθως από έλλειψη νερού) («γανιάζω για νερό»).