γεωπείνης
From LSJ
English (LSJ)
γεωπείνου, ὁ, poor in land, Hdt.2.6, 8.111, Aristid.1.191 J.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γειοπ- Hdn.Epim.15
pobre en tierras ὅσοι μὲν γὰρ γεωπεῖναί εἰσι ἀνθρώπων Hdt.2.6, cf. 8.111, Aristid.Or.1.376, Hdn.l.c.
German (Pape)
[Seite 488] ὁ, arm an Grundstücken, Her. 2, 6. 8, 111; Aristid.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
pauvre en terres.
Étymologie: γῆ, πένομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεωπείνης -ου [γῆ, πένομαι met weinig land.
Russian (Dvoretsky)
γεωπείνης: малоземельный (ἄνθρωποι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
γεωπείνης: -ου, ὁ, πτωχὸς ὡς πρὸς τὴν γῆν, ὀλίγην κεκτημένος γῆν, Ἡρόδ. 2. 6., 8. 111· πρβλ. Ruhnk. Τίμ.
Greek Monolingual
γεωπείνης, ο (Α)
αυτός που κατέχει λίγη μόνο γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + πείνη «πείνα»].
Greek Monotonic
γεωπείνης: -ου, ὁ (γῆ, πένης), αυτός που κατέχει λίγη έκταση γης, σε Ηρόδ.