γλαυκίσκος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκίσκος Medium diacritics: γλαυκίσκος Low diacritics: γλαυκίσκος Capitals: ΓΛΑΥΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: glaukískos Transliteration B: glaukiskos Transliteration C: glafkiskos Beta Code: glauki/skos

English (LSJ)

ὁ, a fish so called from its colour, Philem.79.21, Damox.2.18, PEdgar 15.4 (iii B. C.), AP5.184 (Asclep.).
II a plant, Hegesand. 35.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ ict. pez gris azulado prob. dim. de γλαῦκος cazón pequeño Philem.82.21, Damox.2.18, PCair.Zen.82.9 (III a.C.), Hegesand.35, Plin.HN 32.129, 148, AP 5.185 (Asclep.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλαυκίσκος -ου, ὁ γλαυκός een bepaald soort blauwgrijs visje.

German (Pape)

ὁ, ein bläulicher Fisch, Arist. H.A. 8.30; Asclep. 28 (V.185); öfter bei Ath. aus com.; aber II.62d eine Pflanze, s. γλαύκιον.

Russian (Dvoretsky)

γλαυκίσκος:главкиск (неизвестная нам рыба) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκίσκος: ὁ, ἰχθὺς οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος καλούμενος, Φιλήμ. Στρατ. 1. 21, πρβλ. Ἀθήν. 102, κλ.

Greek Monolingual

γλαυκίσκος, ο (Α)
1. ονομασία ψαριού με γλαυκό χρώμα
2. το φυτό γλαύκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαύκος, με τη σημ. 1 και < γλαυκός, με τη σημ. 2].