γλαυκίσκος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ὁ, a fish so called from its colour, Philem.79.21, Damox.2.18, PEdgar 15.4 (iii B. C.), AP5.184 (Asclep.).
II a plant, Hegesand. 35.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ ict. pez gris azulado prob. dim. de γλαῦκος cazón pequeño Philem.82.21, Damox.2.18, PCair.Zen.82.9 (III a.C.), Hegesand.35, Plin.HN 32.129, 148, AP 5.185 (Asclep.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλαυκίσκος -ου, ὁ γλαυκός een bepaald soort blauwgrijs visje.
German (Pape)
ὁ, ein bläulicher Fisch, Arist. H.A. 8.30; Asclep. 28 (V.185); öfter bei Ath. aus com.; aber II.62d eine Pflanze, s. γλαύκιον.
Russian (Dvoretsky)
γλαυκίσκος: ὁ главкиск (неизвестная нам рыба) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
γλαυκίσκος: ὁ, ἰχθὺς οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος καλούμενος, Φιλήμ. Στρατ. 1. 21, πρβλ. Ἀθήν. 102, κλ.
Greek Monolingual
γλαυκίσκος, ο (Α)
1. ονομασία ψαριού με γλαυκό χρώμα
2. το φυτό γλαύκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαύκος, με τη σημ. 1 και < γλαυκός, με τη σημ. 2].