δαμασίμβροτος

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰσίμβροτος Medium diacritics: δαμασίμβροτος Low diacritics: δαμασίμβροτος Capitals: ΔΑΜΑΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: damasímbrotos Transliteration B: damasimbrotos Transliteration C: damasimvrotos Beta Code: damasi/mbrotos

English (LSJ)

δαμασίμβροτον, taming mortals, man-slaying, Σπάρτη Simon.218; αἰχμή Pi.O.9.79; χαλκός B.12.50.

Spanish (DGE)

(δᾰμᾰσίμβροτος) -ον
1 dominador, sometedor de hombres ref. Esparta, Simon.111.
2 que doblega, que mata a los mortales αἰχμά Pi.O.9.79, χαλκός B.13.50.

German (Pape)

[Seite 521] Sterbliche bezwingend, tödtend, αἰχμά Pind. Ol. 9, 85. So nannte Simon. Sparta, s. Plut. Ages. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dompte les mortels.
Étymologie: δαμάζω, βροτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμασίμβροτος -ον [δαμάζω, βροτός] stervelingen overweldigend.

Russian (Dvoretsky)

δᾰμᾰσίμβροτος: убивающий людей, человекоубийственный (αἰχμά Pind.; Σπάρτη Simonides ap. Plut.).

English (Slater)

δᾰμᾰσίμβροτος, -ον
1 man-mastering σφετέρας ἄτερθε δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (O. 9.79)

Greek Monolingual

δαμασίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που δαμάζει ή φονεύει τους ανθρώπους («δαμασίμβροτος Σπάρτη», «χαλκὸς δαμασίμβροτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + βροτός «θνητός». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

δᾰμᾰσίμβροτος: -ον, αυτός που υποτάσσει τους θνητούς, ανθρωποκτόνος, σε Σίμωνα.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμᾰσίμβροτος: -ον, καταβάλλων τοὺς θνητούς, φονεύων ἀνθρώπους, Σπάρτη Σιμων. 220· αἰχμὴ Πίνδ. Ο. 9. 119· χαλκὸς Βακχυλ. 12, 50 (Blass).

Middle Liddell

taming mortals, man-slaying, Simon.