δημαρχικός

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημαρχικός Medium diacritics: δημαρχικός Low diacritics: δημαρχικός Capitals: ΔΗΜΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: dēmarchikós Transliteration B: dēmarchikos Transliteration C: dimarchikos Beta Code: dhmarxiko/s

English (LSJ)

δημαρχική, δημαρχικόν, tribunician, δέλτοι Plu.Cat.Mi.40; δημαρχικὴ ἐξουσία = tribunician power, Lat. tribunicia potestas, D.H.6.89, Mon.Anc.Gr.5.18, D.C.54.28: freq. in Inscrr. and Pap., IG3.40, BGU74.3, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): dór. y eol. δαμαρχικός IG 12(2).539 (Ereso I d.C.), SEG 17.809 (Cirene II d.C.)
1 tribunicio, del tribunado de la plebe en Roma δημαρχικαὶ δέλτοι = actas tribunicias, registros del tribunado Plu.Cat.Mi.40, τὸ δημαρχικὸν βάθρον D.C.44.4.2, 53.27.6
esp. en la expr. δημαρχικὴ ἐξουσία como trad. de lat. tribunicia potestas, potestad tribunicia, Laud.Agripp.1, D.H.2.11, 6.89, D.C.54.28.1, Mon.Anc.Gr.5.18
esp. frec. en gen. en titulaturas imperiales δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ ὀκτωκαιδέκατον ostentando la potestad tribunicia por decimoctava vez, SIG 780.4 (Astipalea I a.C.), cf. IG 12(2).539 (I d.C.), I.AI 20.11, decr. en Eus.HE 4.13.1, δημαρχικῆς ἐξουσίας ἑπτακαιδέκατον SEG 9.8.1 (Cirene I a.C.), δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ ιδʹ A.Al. en POxy.3020.1.2, cf. IKios 14.3 (I d.C.), PUG 10.2 (I d.C.), IEphesos 266.6 (II d.C.), SEG l.c., 36.987.A.2 (Iasos II d.C.), PAgon.6.9 (II d.C.), BGU 74.3 (II d.C.), OGI 506.5 (Ezanos II d.C.), IAphrodisias 1.19.2 (III d.C.).
2 subst. ὁ δημαρχικός = tribuno de la plebe καταταγέντα εἰς τοὺς δημαρχικούς IGR 3.175.2 (Ancira II d.C.).

German (Pape)

[Seite 561] ή, όν, den Volkstribun betreffend, z. B. ἐξουσία, Dio Cass. 54, 28.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de tribun du peuple.
Étymologie: δήμαρχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημαρχικός -ή -όν [δημαρχία] van de volkstribuun.

Russian (Dvoretsky)

δημαρχικός: принадлежащий народному трибуну Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

δημαρχικός: -ή, -όν, ὁ τῷ δημάρχῳ ἀνήκων, Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 40, Δίων Κ. 54. 28· δημαρχικῆς ἐξουσίας, tribunicia potestate, ὡς τίτλος τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 320, 1299, 1305, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δημαρχικός, -ή, -όν) δήμαρχος
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δήμαρχο
«δημαρχικά καθήκοντα», «τὰς δημαρχικὰς δέλτους ἀπέσπασε βίᾳ».

Greek Monotonic

δημαρχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον δήμαρχο, σε Πλούτ.