διατιμώ
From LSJ
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
(AM διατιμῶ, -άω) τιμώ
ορίζω την τιμή ενός εμπορεύματος
νεοελλ.
1. επιβάλλω διατίμηση
2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) διατιμημένος, -η, -ο
α) εκείνος του οποίου έχει αποτιμηθεί η αξία
β) (για εμπορεύματα) αυτός στον οποίο έχει επιβληθεί διατίμηση
αρχ.
1. δεν αποδίδω πια τιμές, δεν τιμώ στο εξής
2. μέσ. διατιμώμαι
κάνω αποτίμηση, ορίζω την τιμή, εκτιμώ.