δυσθαλπής

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσθαλπής Medium diacritics: δυσθαλπής Low diacritics: δυσθαλπής Capitals: ΔΥΣΘΑΛΠΗΣ
Transliteration A: dysthalpḗs Transliteration B: dysthalpēs Transliteration C: dysthalpis Beta Code: dusqalph/s

English (LSJ)

δυσθαλπές,
A hard to warm: chilly, χειμών Il.17.549.
II over-warm, burning hot, Q.S.11.156 codd.

Spanish (DGE)

-ές
1 difícil de calentar, frío χειμών Il.17.549.
2 de calor penoso, tórrido θέρος Q.S.11.156.

German (Pape)

[Seite 681] ές, 1) kalt, Hom. Iliad. 17, 549 χειμῶνος δυσθαλπέος (ἅπαξ εἰρημέν.), der übel wärmende, oder der Winter, in welchem man sich schwer erwärmt, Apoll. Lex. Hom. p. 61, 9 Δυσθαλπέος· κακοῦ εἰς τὸ θάλπειν. »ἢ καὶ χειμῶνος δυσθαλπέος.« – 2) drückend heiß, θέρος Qu. Sm. 11, 156.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à échauffer, glacial.
Étymologie: δυσ-, θάλπω.

Russian (Dvoretsky)

δυσθαλπής: плохо согревающий, холодный (χειμών Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσθαλπής: -ές, δυσκόλως θερμαίνων, δυσθέρμαντος, ψυχρός, χειμὼν Ἰλ. Ρ. 549. ΙΙ. ὑπέρθερμος, καίων, Κόϊντ. Σμ. 11. 156.

Greek Monolingual

δυσθαλπής, -ές (Α)
1. αυτός που δύσκολα θερμαίνει, ο παγερός
2. ο υπερβολικά θερμός.

Greek Monotonic

δυσθαλπής: -ές (θάλπω), αυτός που δύσκολα ζεσταίνεται, ψυχρός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δυσ-θαλπής, ές θάλπω
hard to warm: chilly, Il.