επίδοση

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549

Greek Monolingual

η (AM ἐπίδοσις) ἐπιδίδωμι
1. αύξηση, πρόοδος, προκοπή
2. αφοσίωση, προσήλωση («τοῖς μὲν οὖν ἀρχαίοις... πολλὴ ἐπίδοσις ἦν αὐτοῦ»)
3. παράδοση ενός πράγματος (ιδίως εγγράφου) στα χέρια κάποιου
4. αθλητική επιτυχία (ή βαθμολογική επιτυχία σε εξετάσεις) στον ανώτερο δυνατό βαθμό, ρεκόρ
αρχ.
1. αυθόρμητη εισφορά, δωρεά
2. επίδομα σε στρατιώτες
3. (για τα νεύρα του σώματος) χαλάρωση, κατάπτωση
4. ανταμοιβή, ανταπόδοση.