επαναφορά

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

η (AM ἐπαναφορά) επαναφέρω
νεοελλ.
1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάστασηεπαναφορά του φόρου»)
2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη θερμοκρασία της μεταμορφώσεως, και η παραμονή για απόψυξη, οπότε εξαφανίζεται η βαφή
αρχ.
1. αναφορά, απόδοση κάποιου πράγματος σε κάτι
2. εισήγηση ενός θέματος στο δικαστήριο ή στο πλήθος
3. αναθυμίαση
4. αστρολ. τόπος που βρίσκεται μετά το κέντρο
5. (ρητ.) σχήμα λόγου στο οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων ή περιόδων, αλλιώς αναφορά, επάνοδος, επανάληψη.