εταιρεία

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

και εταιρία, η (ΑΜ ἑταιρεία και ἑταιρία, Α ιων. τ. ἑταιρηΐη)
σύλλογος, κοινοπραξία, όμιλος ανθρώπων που αποτελούν σύνδεσμο για κάποιο σκοπό (α. «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» β. «Φιλική Εταιρεία»)
νεοελλ.
1. (νομ.) η σύμβαση με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα υποχρεώνονται αμοιβαία για την επιδίωξη κοινού σκοπού, και ιδιαίτερα οικονομικού, με κοινές εισφορές (α. «αστική εταιρεία» β. «εμπορική εταιρεία»)
2. μαθ. φρ. «η μέθοδος της εταιρείας» — ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται το μερίδιο του κέρδους ή της ζημιάς που αναλογεί σε καθέναν από τους συνεταίρους, ανάλογα με το κεφάλαιο που έχει καταβάλει ο καθένας από αυτούς και τον χρόνο που παρέμεινε στην επιχείρηση
μσν.
(στο Βυζάντιο)
1. σώμα της αυτοκρατορικής φρουράς που αποτελούσαν κυρίως ξένοι
2. σώμα ξένων μισθοφόρων που υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό
αρχ.
1. φιλική σχέση, φιλία, συντροφιά
2. (στην αρχ. Αθήνα) πολιτικός σύλλογος με φατριαστικούς σκοπούς
3. η πληρωμένη πορνεία, ασελγής, πορνική ζωή
4. (για ζώα) αγέλη («οἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας» — τα βόδια βόσκουν σε αγέλες)
5. θρησκευτικός θίασος, σύλλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. εταιρεία < εταιρείος
η γραφή με -ει-, η οποία θεωρείται και ορθότερη, δικαιολογείται από την προέλευση της λ. ως ουσιαστικοποιημένου θηλ. του αρχ. επιθ. εταιρείος. Η γραφή σε -ία προϋποθέτει παραγωγή της λ. από το εταίρος (εταίρος > εταιρία)
πρβλ. κακός > κακία.