ευθειάζω

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

(Μ εὐθειάζω)
κάνω κάτι ίσιο, ευθύ, το ισιώνω
μσν.
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω
2. τακτοποιώ
3. επιδιορθώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθεία, θηλ. του ευθύς. Το ρ. ευθειάζω κατέληξε στο νεοελλ. φτειάχνω: ευθειάζω > φθειάζω με σίγηση του αρχικού προτονικού φωνήεντος > φθειάνω (πρβλ. εμβάζω - βάνω) > φτειάνω με ανομοίωση τών τριβομένων φθόγγων f και θ > φτειάχνω (πρβλ. σιάνω - σιάχνω). Η σημασία του αρχικού τ. ευθειάζω «ισιώνω» γενικεύθηκε σε «επισκευάζω» και στη συνέχεια ακόμη περισσότερο σε «κατασκευάζω»].