εἰσβιάζομαι

From LSJ

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβῐάζομαι Medium diacritics: εἰσβιάζομαι Low diacritics: εισβιάζομαι Capitals: ΕΙΣΒΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: eisbiázomai Transliteration B: eisbiazomai Transliteration C: eisviazomai Beta Code: ei)sbia/zomai

English (LSJ)

A force one's way into, εἰς τὰ πρῶτα γένη Plu.Num.I; πρός τινα D.S.14.9; ἐς τὸν Βόσπορον D.C.42.47.
2force oneself in, ὁ μὲν γὰρ ὢν οὐκ ἀστὸς ἐσβιάζεται Ar.Av.32; τῶν αὑτοὺς εἰσβιαζομένων.. ποιεῖσθαι who force [others] to adopt them into a family, D. 39.33, cf.CIG2685 (Iasos), OGI736.6(Fayûm), PPetr.3p.39(iii B.C.), etc.

Spanish (DGE)

(εἰσβῐάζομαι) • Alolema(s): ἐσβιάζομαι App.BC 4.78, D.C.42.47.5
I sent. fís. entrar, irrumpir por la fuerza ἀνόμως ... εἰσβιασάμενοι εἰς τὴν οἰκίαν μου SB 11273.7 (II a.C.), μηδενὶ ἐπιτρέπειν εἰσβιάζεσθαι εἰς τὸ ἱερόν IFayoum 152.48 (I a.C.), cf. 136.16 (I a.C.), ταύτην ... μιγῆναι ... αὐτῷ μὴ θέλοντι ... εἰσβιασαμένην que ésta entrando a la fuerza (en la habitación) había tenido trato sexual con él contra su voluntad I.BI 1.499, cf. Luc.Bis Acc.31, εἰ δέ τις εἰς τὴν σκηνὴν εἰσβιάζοιτο Synes.Prouid.2.8
milit. abrirse paso a la fuerza πρὸς τὸν Διονύσιον D.S.14.9, εἰς τὸ τεῖχος D.H.8.18, ἐς τὸν Βόσπορον D.C.l.c., cf. 74.8.2
c. διά y gen. διὰ τῆς πύλης εἰς τὴν πόλιν D.S.15.69, cf. App.Hann.41, διὰ τῶν πεπτωκότων τειχῶν D.S.14.57, cf. 17.43, Plu.Cim.17, App.l.c.
forzar, abrir violentamente sepulcros, para enterrar a otros ἐὰν δέ τις εἰσβιασάμενος βάλῃ, ἀποδότω ... ISmyrna 199.7 (II/III d.C.), cf. CIG 3108 (Teos I d.C.), Rh.Mus. 27.1872.467 (Teos).
II no fís.
1 querer acceder a toda costa, intentar por la fuerza ὁ μὲν γὰρ ὢν οὐκ ἀστὸς εἰσβιάζεται pues él no siendo ciudadano quiere acceder a toda costa (a la ciudadanía), Ar.Au.32, τί δὲ εἰσβιάζεται κρύφα; ¿por que intenta imponerse insidiosamente a toda costa? Cels.Phil.6.53
c. εἰς y ac. εἰς τὰ πρῶτα γένη Plu.Num.1, εἰς τὴν μεγίστην ἀρχὴν εἰσβιάζεσθαι παρὰ τοὺς νόμους Plu.Flam.2, εἰς ἀκολάστων γυναικῶν πάθη καὶ μορφὰς εἰσβιάζονται de hombres afeminados, Ph.2.261, εἰς ἐπιτήδευσιν μείζω καὶ σεμνοτέραν de los malos filósofos, Them.Or.21.246c, εἰσκληθέντες δὲ τὴν βασιλείαν ἔλαβον, οὐκ ἐκκλεισθέντες εἰσεβιάσαντο Lib.Or.59.52.
2 presionar con fuerza para, intentar a la fuerza c. inf. no concertado κατὰ δὲ τῶν αὑτοὺς εἰσβιαζομένων ἄκοντας ποιεῖσθαι contra los que fuerzan a que les hagan (hijos adoptivos) quienes no lo quieren D.39.33
c. inf. concert. τῶν μὲν καταλαβέσθαι καὶ τὸ ἱερὸν εἰσβιαζομένων I.BI 6.74.

German (Pape)

[Seite 741] mit Gewalt hineindringen; εἰς τοὺς οἴκους Plut. Num. 1; ὢν οὐκ ἀστὸς εἰσβιάζεται, drängt er sich ein, Ar. Av. 32; vgl. Dem. 39, 33, wo ein inf. dabeisteht; πρός τινα, D. Sic. 14, 9; ἐπὶ τὸν Βόσπορον D. C. 42, 17; παρὰ τὴν θύραν als einen auf der Bühne üblichen Ausdruck erwähnt Luc. Nigr. 31.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐσβιάζομαι;
entrer de force : εἰς τοὺς οἴκους PLUT dans les maisons.
Étymologie: εἰς, βιάζω, βιάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἰσβιάζομαι: врываться силой, вторгаться (πρός τινα Diod.; εἰς τοὺς οἴκους и μετὰ τῶν ὅπλων Plut.): ὢν οὐκ ἀστὸς εἰσβιάζεται Arph. не являясь гражданином, он хочет им стать насильно; εἰς τὴν ἀρχὴν εἰ. Plut. силой захватить власть; εἰ. τινα ἄκοντα ποιεῖσθαί τι Dem. силой принудить кого-л. к чему-л.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβιάζομαι: ἀποθ., εἰσέρχομαι διὰ τῆς βίας, εἰς οἶκον Πλουτ. Νουμ. 1· πρός τινα Διόδ. 14. 9· ἐπὶ τὸν Βόσπορον Δίων Κ. 42. 47· ὁ μὲν γὰρ ὢν οὐκ ἀστὸς εἰσβιάζεται Ἀριστοφ. Ὄρν. 32· τῶν αὐτοὺς εἰσβιαζομένων … ποιεῖσθαι, οἵτινες βιάζουσιν ἄλλους νὰ παραδεχθῶσιν αὐτοὺς εἰς οἰκογένειάν τινα, Δημ. 1004. 18· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2685, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

εἰσβιάζομαι (Α)
1. μπαίνω με τη βία
2. κατορθώνω με τη βία να γίνω δεκτός σε τάξη ή οικογένεια όπου δεν ανήκω.

Greek Monotonic

εἰσβιάζομαι:1. αποθ., εισέρχομαι με τη βία, εἰς οἶκον, σε Πλούτ.
2. εξαναγκάζω κάποιον στην άσκηση των πολιτικών του καθηκόντων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Dep.:
1. to force one's way into, εἰς οἶκον Plut.
2. to force oneself into the citizenship, Ar.