εἶναι

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

French (Bailly abrégé)

inf. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

εἶναι: inf. к εἰμί.

Greek (Liddell-Scott)

εἶναι: ἀπαρ. τοῦ εἰμὶ (ὑπάρχω). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι (ἔνθα κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ πρόσειμι, πλησιάζω) πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον.

English (Strong)

present infinitive from εἰμί; to exist: am, was. come, is, X lust after, X please well, there is, to be, was.

Greek Monotonic

εἶναι:I. απαρ. του εἰμί (sum).
II. στον Ησίοδ., αντί ἰέναι, απαρ. του εἶμι (ibo, προχωρώ).

Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)

(see also εἰμί): be, belong to, constitute, exist, be at the beck of