εὐνομέομαι

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνομέομαι Medium diacritics: εὐνομέομαι Low diacritics: ευνομέομαι Capitals: ΕΥΝΟΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: eunoméomai Transliteration B: eunomeomai Transliteration C: evnomeomai Beta Code: eu)nome/omai

English (LSJ)

fut. εὐνομήσομαι Hdt.1.97, Pl.R. 380b: aor. 1 εὐνομήθην Hdt.1.66, ηὐνομήθην Th.1.18: pf. εὐνόμημαι Epimenid. ap. D.L.1.113:—have good laws, be well-ordered, Hdt.ll.cc., Th.1.18, etc.; [πόλις] μέλλει εὐνομήσεσθαι Pl. l. c.; πόλις εὐνομουμένη D.24.139, cf. Arist.Rh.1354a20, Pol.1294a3; οἰκία οὐκ εὐνομουμένη Aeschin.1.171; ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε when you observe the laws, ib.5. (Act. only in pres. part. εὐνομοῦσα Pl.Lg.927b.)

German (Pape)

[Seite 1083] dep. pass., gute Gesetze u. Verfassung haben; οὕτω ἡ χώρη εὐνομήσεται Her. 1, 97; εὐνομήθησαν 1, 65; ἡ Λακεδαίμων ἐκ παλαιτάτου εὐνομήθη Thuc. 1, 18; εἰ μέλλει εὐνομήσεσθαι ἡ πόλις Plat. Rep. II, 380 b; oft πόλις εὐνομουμένη, wie Dem. 24, 139; οἰκία πλουσία καὶ οὐκ εὐνομουμένη, nicht gut verwaltet, Aesch. 1, 171.

Russian (Dvoretsky)

εὐνομέομαι: иметь хорошие законы, управляться хорошими законами (ἡ Λακεδαίμων εὐνομήθη Thuc.; πόλις εὐνομουμένη Dem., Arst., Plut.): οὕτω μεταβαλόντες εὐνομήθησαν Her. в результате этих перемен (лакедомоняне) получили хорошие законы.

Greek Monolingual

Α εὐνομοῦμαι, εὐνομέομαι
το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῦσα) εύνομος Ι
έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ.
β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» — θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε τους νόμους, Αισχίν.
γ. «κράτος ευνομούμενο».

Greek (Liddell-Scott)

εὐνομέομαι: μέλλ. -ήσομαι Ἡροδ. 1. 97: ἀόρ. εὐνομήθην αὐτόθι 65: πρκμ. εὐνόμημαι Ἐπιμενίδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 113: Ἀποθ. Ἔχω νόμους καλούς, καλὸν πολίτευμα, εἶμαι εὔνομος, Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 18, Πλάτ. κλ.· πόλις εὐνομεῖται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 380 Β· πόλις ευνομουμένη Δημ. 744. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 4 Πολιτικ. 4. 8, 5· οἰκία οὐκ εὐν. Αἰσχίν. 24. 24· ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε, ὅταν θὰ τηρῆτε τοὺς νόμους, ὁ αὐτ. 1. 26. - Ἐν Πλάτ. Νόμ. 927Β, ἀντὶ τῆς ἐνεργ. μετοχῆς εὐνομοῦσα, ὁ Ast. προτείνει εὔνομος οὖσα.

Greek Monotonic

εὐνομέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ εὐνομήθεν, αποθ.· διαθέτω καλούς νόμους, καλό πολίτευμα, είμαι σύννομος, εύρυθμος, τακτικός, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐνομέομαι,
Dep.:— to have good laws, to be orderly, Hdt., Thuc., etc.

Lexicon Thucydideum

bene moratum esse, to be well-behaved, 1.18.1.