εὔδενδρος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδενδρος Medium diacritics: εὔδενδρος Low diacritics: εύδενδρος Capitals: ΕΥΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: eúdendros Transliteration B: eudendros Transliteration C: eydendros Beta Code: eu)/dendros

English (LSJ)

εὔδενδρον, well-wooded, abounding in fair trees, ἄλσος Pi.O.8.9; μάτηρ (sc. Γαῖα) Id.P.4.74; τέμενος Simon. 13; χόρτοι E.IT134 (lyr.), etc.: also in Prose, Hp.Aër.12 (Sup.), Str.2.3.4, Ph.2.117.

German (Pape)

[Seite 1061] baumreich, mit schönen Bäumen, ἄλσος Pind. Ol. 8, 9; ὄχθος N. 11, 25, vgl. P. 4, 74; χόρτοι, baumreiche Triften, Eur. I. T. 134; ὕλη Alc. Mess. 8 (VI, 218). Auch in Prosa, ὄρος Luc. Peregr. 21; χώρη εὐδενδροτάτη Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté de beaux arbres ou couvert d'arbres.
Étymologie: εὖ, δένδρον.

Russian (Dvoretsky)

εὔδενδρος:
1 обильный деревьями, т. е. густой (ἄλσος Pind.; ὕλη Anth.);
2 покрытый лесами, лесистый (ὄχθος Pind.; χόρτοι Eur.; ὄρος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔδενδρος: -ον, ἔχων ἄφθονα καὶ καλὰ δένδρα, Πινδ. Ο. 8. 12, Π. 4. 131, Εὐρ. Ι. Τ. 134, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. π. Ἀερων 288, Στράβ. 100.

English (Slater)

εὔδενδρος well wooded ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος (O. 8.9) cf. παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (διὰ τὰ τῶν ἐλαιῶν φυτὰ, ἅπερ Ἡρακλῆς ἐξ Ψπερβορέων κομίσας ἐνεφύτευσε τῇ γῇ. Σ.) (N. 11.25) πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος (P. 4.73) εὔδ]ενδροι (supp. Lobel) Δ. 4. h. 4.

Greek Monolingual

εὔδενδρος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά ή ωραία δέντρα («εὔδενδρον τέμενος», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δένδρον.

Greek Monotonic

εὔδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει πολλά και καλά δέντρα, αυτός που είναι γεμάτος με ωραία δέντρα, σε Πίνδ., Ευρ.

Middle Liddell

εὔ-δενδρος, ον δένδρον
well-wooded, abounding in fair trees, Pind., Eur.